- παρέξειμι
- Α [έξειμι (Ι)]1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι»)2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ' ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.)3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη ή χώρα4. (για τον ήλιο) αναδύομαι, αναφαίνομαι5. (για ομιλητές ή συγγραφείς) βγαίνω έξω από το θέμα («παρεξιόντος τοῡ λόγου», Πλάτ.)6. βγαίνω από την σειρά, παρεκβαίνω («τήν τάξιν τῆς διδασκαλίας παρεξιέναι», Παύλ. Αιγ.)7. αποφεύγω να ονομάσω, αντιπαρέρχομαι («παρεξιέναι τοὔνομα», Θεμίστ.)8. παραβιάζω, παραβαίνω («ἁρμονίαν Διὸς θνατῶν παρεξίασι βουλαί», Αισχύλ.)9. παραμελώ, περιφρονώ («κακῶς πράττοντά τινα παρεξιέναι», Σωκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.